- ἀντιπεπονθώς
- ἀντιπάσχωsuffer in turnperf part act masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιπάσχω — ἀντιπάσχω (AM) μσν. υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου αρχ. 1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα 2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα 3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο 4. είμαι αντίθετης φύσης με… … Dictionary of Greek